- προβλῆτις
- προ-βλῆτις, ιδος, fem. of προβλής, Sch.Opp.H.3.460.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβλήτις — ήτιδος, ἡ, Α βλ. προβλήτα … Dictionary of Greek
προβλήτιδα — προβλῆτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλήτιδες — προβλῆτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… … Dictionary of Greek
προβλῆτι — προβλής thrown forward masc/fem dat sg προβλῆτις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)